Δεν υπήρχαν πάντα επιμελώς τυλιγμένα δώρα σε πολύχρωμα κουτιά με χρυσούς φιόγκους. Δεν υπήρχαν ούτε χριστουγεννιάτικα δέντρα, ούτε Άγιος Βασίλης. Τα Χριστούγεννα στην προ-βιομηχανική Ευρώπη και την Αμερική ήταν πολύ διαφορετικά από τα σημερινά. Μεθυσμένοι τύποι, άντρες ντυμένοι γυναίκες και ταραξίες που τραγουδούσαν, περιπλανιόνταν στους δρόμους. Το επίκεντρο των εορτασμών δεν ήταν το σπίτι ή η Εκκλησία, αλλά το καπηλειό. «Οι άνθρωποι ατιμάζουν τον Χριστό πολύ περισσότερο κατά το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, παρά τους υπόλοιπους δώδεκα μήνες του χρόνου», έλεγε εξόχως απογοητευμένος ο Hugh Latimer, ηγέτης της Αγγλικανικής Εκκλησίας τον καιρό του Εδουάδρου του 6ου, στα μέσα του 1500.
Περίπου 200 χρόνια αργότερα, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, ένας πουριτανός υπουργός επέκρινε τα «έκφυλα παιχνίδια» και τα «απολίτιστα γλέντια» τις ημέρες των Χριστουγέννων, στις αποικίες. Ολα αυτά δεν θυμίζουν σε τίποτα τη σημερινή εικόνα που έχουμε για τα Χριστούγεννα. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα οι θορυβώδεις, τρυφηλές γιορτινές συνήθειες έδωσαν τη θέση τους σε μια οικογενειακή γιορτή με επίκεντρο το σπίτι, μετατρέποντας αυτή την περίοδο του χρόνου στην αποθέωση της «οικογενειακής εστίας».
Πώς συνέβη αυτό;
Στην Ευρώπη της περιόδου 1500-1800, τα Χριστούγεννα συνέπιπταν με την ξεκούραση των Γεωργών. Ηταν μια καλή ευκαιρία για διασκέδαση και απολαύσεις. Η συγκομιδή είχε γίνει, τα ζώα είχαν σφαγιαστεί για να μείνουν φρέσκα λόγω του κρύου. Οι… εορτασμοί περιλάμβαναν ατέλειωτο φαί, πιοτό, πάρα πολύ ζεστό κρασί, και επισκέψεις των αγροτών από τον έναν στον άλλο γαιοκτήμονα με την απαίτηση να τους ταΐσει. Το σχετικό τραγουδάκι, μάλιστα έλεγε: «Και αν δεν ανοίξετε την πόρτα σας, / θα σας ταβλιάσουμε στο πάτωμα». Αυτό γινόταν αποδεκτό κυρίως ως χιούμορ, ήταν ένα είδος εθιμοτυπικής αναταραχής της κοινωνικής ιεραρχίας, η οποία αντιστρεφόταν για λίγες μέρες.
Δεν ήταν όλοι το ίδιο ανεκτικοί όμως.
Στην αποικιακή Μασαχουσέτη, μεταξύ 1659 και 1681, οι Πουριτάνοι απαγόρευσαν τα Χριστούγεννα! Διέγραψαν την ημέρα από τα ημερολόγια τους και οι παραβάτες κινδύνευαν με πρόστιμο 5 σελίνια.
Η απαγόρευση δεν κράτησε πολύ. Ετσι άρχισαν προσπάθειες να τιθασευθεί η τρυφηλότητα και η κραιπάλη των ημερών.
Λέξη κλειδί έγινε η μετριοπάθεια. Σε ένα αλμανάκ του 1761 διαβάζουμε την προτροπή: ο συγκρατημένος άνθρωπος απολαμβάνει περισσότερο τις χαρές / γιατί οι ταραχές και οι εντάσεις αμβλύνουν την όρεξη». Ωστόσο, διατηρείτο ακόμα ο δημόσιος χαρακτήρας των Χριστουγέννων, που γιορτάζονταν στις ταβέρνες και τους δρόμους με μπόλικο αλκοόλ.
Αυτό σύντομα άλλαξε. Οι πόλεις είχαν επεκταθεί στις αρχές του 19ου αιώνα για να απορροφήσουν τον αυξανόμενο αριθμό των βιομηχανικών εργατών. Η συσσώρευση των ανθρώπων αλλά και η αστική φτώχεια ήταν κοινός τόπος. Η καφρίλα των Χριστουγέννων οδηγούσε σε βίαιες ομάδες περιπλανόμενων μεθυσμένων ανδρών.
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα μέλη των ανώτερων κοινωνικών τάξεων είδαν μια απειλή στη γιορτή.
Στη μελέτη του για τις διακοπές των Χριστουγέννων, ο ιστορικός Stephen Nissenbaum πιστώνει σε μια ομάδα αριστοκρατών συγγραφέων αλλά και δημοσιογράφων της εποχής, στην Αμερική, την αναμόρφωση των Χριστουγέννων και τη μετατροπή τους σε ένα γεγονός «του σπιτιού». Ξανασχεδίασαν τις ευρωπαϊκές παραδόσεις, όπως τα χριστουγεννιάτικα δέντρα από τη Γερμανία και τα χριστουγεννιάτικα κουτιά από την Αγγλία, στα οποία οι πλούσιοι θα έβαζαν χρήματα ή κάθε λογής απομεινάρια και υπολείμματα για τους υπηρέτες τους.
Ο Άγιος Νικόλαος ή ο Άγιος Βασίλης, του οποίου η ονομαστική εορτή συνέπιπτε με την περίοδο των Χριστουγέννων, έγινε η μασκότ της γιορτής. Το ποίημα του Clement Clarke Moore «Μια επίσκεψη από τον Άγιο Νικόλαο», το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1823, βοήθησε στη διάδοση της εικόνας του. Σε αυτό, ένας χαρούμενος Άγιος κατέρχεται μέσα από έλκηθρο που έσερναν τάρανδοι, για να εκπλήξει τα παιδιά με δώρα, την Παραμονή των Χριστουγέννων. Οι Εφημερίδες έπαιξαν επίσης το ρόλο τους. «Ας αποφύγουμε όλοι τις ταβέρνες και τα καπηλειά για λίγες μέρες», συνιστούσε η New York Herald το 1839. Καλύτερα να επικεντρωθούμε «στην οικιακή εστία, την ενάρετη σύζυγο, τα αθώα, χαμογελαστά, χαρούμενα παιδιά».
Ήταν ο θρίαμβος των αξιών της μεσαίας τάξης αλλά και μια επανάσταση για τους ιδιοκτήτες καταστημάτων. «Τα Χριστούγεννα είναι η περίοδος συγκομιδής για τους εμπόρους», έγραφε με ενθουσιασμό, ένα περιοδικό, το 1908. «Είναι στο χέρι του Εμπόρου να «θερίσει» όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποσότητα δολαρίων μπορεί».
Και έτσι, φτάσαμε στα Χριστούγεννα όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Και οικογενειακά αλλά και επιφανειακά καταναλωτικά. Τουλάχιστον μπορούμε να παίρνουμε τους δρόμους, χωρίς να μας κακοχαρακτιρίζει κανείς και χωρίς να πληρώνουμε πρόστιμο!
Μαρία Κοζάκου